Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΒΕΚΡΗ "Δήλος 88 π.Χ."



Κλάματα! Ακούω τα κλάματα από ψηλά. Κατεβαίνω γρήγορα το βράχο. Ο ήλιος είχε αρχίσει να χαμηλώνει. Σιγά σιγά έπεφτε η σκιά της τεράστιας πέτρας, στο άνοιγμα της σπηλιάς μας. Δεν προλαβαίνω να μπω. Βιάζομαι, μια κλεφτή ματιά μονάχα ρίχνω, το πρινάρι, που σφηνώνουμε στο άνοιγμα, για να την κρύβουμε κάπως, είναι ευτυχώς εκεί. Καμιά φορά το παίρνει ο αέρας και τότε ανησυχώ, σαν να μένει απροστάτευτη η «Συλλογή» μας. Περνώ προσεκτικά ξυστά απ’ τη Γούρνα κι ύστερα τρέχω, πηδώ. Φτάνω λαχανιασμένος στην ακρογιαλιά με τα βότσαλα. Μια φώκια χοντρή, αίματα πολλά, μια πληγή στο μέρος της κοιλιάς της, σαν από καμάκι μοιάζει. Δεν κουνιέται, δεν κάνει τίποτα. Ανοιχτά μάτια, αλλά σβηστά κι ακίνητα. Είναι νεκρή. Όμως, κάτι σαλεύει, εκεί δίπλα. Κοίτα να δεις.  Ένα μικρό. Σκαρφαλώνει, στη μεγάλη φώκια, ψάχνει, με το μουσούδι, με τα ποδαράκια του. Αυτό είναι που κλαίει. Σέρνεται πάνω της. Τρίβεται, τη μυρίζει, σαν να της δίνει φιλάκια μου φαίνεται.

Πεινούσε. Ήθελε τη μάνα του. Ήθελε να θηλάσει. Ήθελε αγκαλιά. Το πήρα στην αγκαλιά μου. Ήταν βρόμικο. Το σιχαινόμουν λιγάκι, αλλά το κρατούσα σφιχτά. Αυτό μ’ έγλειφε. Με γαργαλούσε. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο. Ένα νεογέννητο. Ήταν θηλυκό και ζωντανό, θάταν λίγο πιο κοντό από μένα. Βαρύ όμως.  Είχα σηκώσει το αδερφάκι του Αμάρ μια μέρα. Τρεις ίσως και τέσσερις φορές πιο βαρύ μου φάνηκε τούτο. Το δέρμα του, όλο καλυμμένο από μακρύ μαύρο τρίχωμα. Στην κοιλιά άσπριζε λιγάκι. Το έσυρα μέχρι τη θάλασσα. Το έπλυνα στ’ αλμυρό νερό. Το έτριψα απαλά με φύκια. Φύγαν τα αίματα κι οι βλέννες κι οι βρομιές. Απ’ τον αφαλό του κρεμόταν ένας μαυριδερός σωλήνας. Τον τράβηξα λίγο, δεν ξεκολλούσε.  Φοβήθηκα. Τον άφησα μην κάνω και καμιά ζημιά στο ζωντανό. Δεν έκλαιγε πια, το κρατούσα αγκαλιά. Τα μάτια του με κοιτούσαν...
Πήρε να σουρουπώνει και το φωκάκι, άρχιζε να στεγνώνει, έτρεμε, μάλλον κρύωνε. Έπεσα μπρούμυτα στα βότσαλα. Το τράβηξα σιγά σιγά στην πλάτη μου, το στερέωσα κάπως,  κοντά στο σβέρκο μου  και σηκώθηκα με δυσκολία. Φορούσα το γαλάζιο μου χιτώνα. Ανάγκη ήταν! Χάλια είχε γίνει. Έκανα να τον τινάξω. Καμιά αλλαγή δεν είδα. Χειρότερα μάλιστα. Ούτε πεταλίδες έβγαλα, ούτε στη σπηλιά μας πρόλαβα να μπω. Φορτωμένος με τη μικρή φώκια, ξεκίνησα.

Έκανα πολλές στάσεις για ξεκούραση μέχρι να φτάσω, παραπατώντας στα βράχια, μέχρι να βγω στο μονοπάτι. Ευτυχώς το σπίτι του παππού μου, του γέρο Απόλλωνα, δεν ήταν πολύ μακριά, έξω από την κυρίως πόλη είναι χτισμένο. Τίποτα όμως, δεν είναι πολύ μακριά στη Δήλο. Τον βρήκα να κάθεται στο πεζούλι της μέσα αυλής, μπρος στη μεγάλη παραθύρα. Τέτοιαν ώρα πάντα κοιτά προς τη θάλασσα, ξεσηκωμένη όπως είναι απ’ τα μελτέμια, τις πιο πολλές φορές, να βρέχει τον «ξερόβραχο». Έτσι τη λέει τη Δήλο κι ας την αγαπά τόσο πολύ.  Όλα τα σπίτια εδώ, έχουν μέσα τις αυλές. Ορθογώνιες είναι οι περισσότερες. Του παππού μου είναι και τετράγωνη, γιατί του αρέσει η απόλυτη συμμετρία. Παραθύρες δεν έχουν οι άλλες αυλές, είναι κλειστές. Ετούτη εδώ όμως έχει και είναι σε σχήμα διπλού πέλεκυ γιατί εκείνος προτίμησε την κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική κι έτσι σχεδίαζαν και σχεδιάζουν ακόμα, οι Κυκλαδίτες.

Εγώ είμαι κάτοικος Δήλου, Έλληνας, Αθηναίος στην καταγωγή, γεννήθηκα στη Ρήνεια, το διπλανό νησί, που ένας παλιός βασιλιάς της Σάμου είχε κάποτε συνδέσει με τη Δήλο με αλυσίδα, έτσι για να πει πως κάτι έκανε και να ακουστεί το όνομά του. Μα δένονται τα νησιά; Οι γονείς μου, με ονόμασαν Απόλλωνα. Πρώτα πρώτα  για να ευχαριστήσουν το θεό και τον παππού μου και μετά γιατί είναι ωραίο όνομα και σημαίνει πολλά ωραία πράγματα, μερικά θυμάμαι όμως, όπως αρμονία, τάξη, απλότητα, αλήθεια,  συμμετρία, φιλία. Είναι καλό λέει να σημαίνει ωραία πράγματα το όνομά σου. Αρέσει και σε μένα αυτό. Πιο πολύ μ’ αρέσουν τα δύο τελευταία πράγματα που συμβολίζονται στ’ όνομά μου. Η συμμετρία, γιατί είναι μια πολύ σπουδαία ιδιότητα πολλών γεωμετρικών σχημάτων και η φιλία, γιατί έχω ένα πολύ καλό φίλο, τον Αμάρ.

Από πολύ μικρός, πήγαινα μαζί με τον παππού στο Ναό. Γέμιζα μυριστικά τον τροβά μου και σπόρους και καρπούς και κανένα πουλάκι καμιά φορά. Εκείνος σήκωνε τα πιο μεγάλα ζωντανά. Καμιά αγελαδίτσα, κανένα κατσικάκι. Έτοιμα για τη θυσία. Στο δρόμο, όλο  και σταματούσαμε, στις μικρές κορφές, για να θαυμάσουμε τον τόπο. Μου έδειχνε τα πλοία που περιμέναν στο λιμάνι, κάποιο καΐκι που έφευγε, τη θάλασσα, που ξυπνούσε γυαλιστερή, μες το ασήμι της, πριν τη χρυσίσει ο ήλιος. Φτάναμε. Την ώρα που άρχιζε ο παππούς τους ύμνους, γλυστρούσαν πλαγιαστές, ανάμεσα απ’ τις πυκνές φυλλωσιές, γύρω απ΄το βωμό, οι πρώτες ηλιαχτίδες. Τούτες οι πολύχρωμες λωρίδες από φως, το φως του νησιού μου, έπαιζαν μπρος στα μάτια μου. Άπλωνα τα χέρια μου, ήθελα να παίξω μαζί τους, με τα γυαλιστερά σωματίδια της σκόνης και του καπνού που χόρευαν. Ο παππούς με αγριοκοίταζε καμιά φορά. Σταματούσα, ήταν ώρα προσευχής. Έβλεπα μονάχα τις αχτίδες που περνούσαν από μικρές σχισμές, μια σταλιά, ύστερα, απλώνονταν και θέριευαν σιγά σιγά στο θυσιαστήριο και ξεχύνονταν σ’ όλο το χώρο μπροστά στο Ναό, ανακατεύονταν με τον καπνό του θυμιατού. Μετά, με την κάπνα του βωμού. Σχημάτιζαν με χίλια χρώματα σύννεφα, φτερούγες, πουλιά, σαυρούλες, αστερίες, δελφίνια, κριάρια, κύκνους αληθινούς να κολυμπούν στην Ιερή τη Λίμνη, λιοντάρια, σαν εκείνα τα πέτρινα στο Άνδηρο των Λεόντων, στη Συνοικία της Λίμνης, που έψαλαν όλα μαζί μας, αυτήν την ώρα…

Τώρα πια, είχα μια δική μου φώκια. Έπρεπε να της βρω ένα ωραίο όνομα. Είναι καλό λέει, να σημαίνει ωραία πράγματα το όνομά σου. Είπα λοιπόν, να τη φωνάζω Γαλάτεια. Πρώτα πρώτα γιατί της άρεσε τελικά το γάλα κι ύστερα γιατί απ’ τη θάλασσα βγήκε, σαν τη Γαλάτεια την κόρη του Νηρέα, την εγγονή του Ωκεανού.
Και όταν σκέφτηκα το γάλα και τη Γαλάτεια, ένιωσα να γουργουρίζει το στομάχι μου, θυμήθηκα ότι είχα πολύ ώρα να βάλω κάτι στο στόμα μου...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου