Τρίτη 29 Νοεμβρίου 2011

ΚΥΚΛΟΦΟΡΗΣΕ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΒΕΚΡΗ "ΟΥΡΑΝΙΑ" ΑΠΟ ΤΙΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΙΟΛΙΔΑ


Ο κόσμος των ελληνικών νησιών του 16ου αιώνα, δοκιμάζεται σκληρά από τους πειρατές, τους Τούρκους και τους Φράγκους ακόμα. Η μικρή Ουρανία, ξεκινά απρόσμενα κι αναγκαστικά ταξίδια: Αμοργός, Λέσβος, Μικρά Ασία. Φουρτουνιασμένες κυκλαδίτικες θάλασσες, ήρεμα νερά του Κόλπου της Καλλονής και της Γέρας, μεγάλα και μικρά μπουγάζια, νησιά και βραχονησίδες απέναντι. Το χέρι του Θεού - η Μοίρα, κλείνει κι ανοίγει δρόμους, ανατρέπει και δημιουργεί με τα χωριά που καίγονται, τα σχολειά που ιδρύονται, τα μοναστήρια που αναπαύουν, τα μηνύματα που ταξιδεύουν στη γυάλα, τα χαρτιά που σφηνώνονται στη χαραμάδα της πόρτας, τους λογισμούς που αχνογράφονται στην ψυχή. Ο πηγαιμός για την Ιθάκη.
"Χίλια μύρια κύματα μακριά, ο Κυδωνότοπος της Ειρήνης Βεκρή είναι η «αλησμόνητη πατρίδα» και η Ουρανία μια εμβληματική ηρωίδα που σφύζει από ζωντάνια και φυσάει ζωή στην ιστορία του Αιγαίου, ακόμα και στα κενά της ιστορίας, συμπληρώνοντας τα με αξέχαστους χαρακτήρες και εξίσου εμβληματικά επεισόδια του κακού και του καλού. Η έρευνα υπήρξε εκτεταμένη, η δημιουργική φαντασία πλήρης απροσδόκητων συνειρμών. Η Ουρανία είναι ένα πλούσιο σε εμπειρίες ανάγνωσμα, και η Ειρήνη Βεκρή κερδίζει τους αναγνώστες με τη μαγεία του ταλέντου της. Τιμήστε το δεόντως. Διαβάστε το."
Στρατής Χαβιαράς   

Τετάρτη 7 Σεπτεμβρίου 2011

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΒΕΡΟΝΙΚΑ ΦΡΑΝΚΟ "ΙΣΚΡΑ"


Δεν ήξερε πόση ώρα κατέβαινε εκείνη την ατελείωτη, στενή σκάλα. Από ένα σημείο και μετά τα σκαλιά έγιναν πέτρινα και η θερμοκρασία άρχισε να πέφτει, κρύωνε τρομερά. Αλλά ούτε το κρύο ούτε το αίσθημα της κλειστοφοβίας που είχε αρχίσει να την καταλαμβάνει μπορούσαν να την κάνουν να σταματήσει. Γιατί πίσω δεν υπήρχε γυρισμός: για την κλειδαμπαρώσουν έτσι, για καλό δεν ήταν - οπότε μπροστά κι όπου βγάλει...
Προσπαθούσε να μη σκέφτεται τι μπορεί να κρυβόταν εκεί κάτω, να μένει συγκεντρωμένη στο φως του αναπτήρα που σιγά-σιγά εξασθενούσε και να προχωράει, όσο είχε ακόμα δυνάμεις. Βγήκε τελικά σε μια μεγάλη, πέτρινη αίθουσα με τοξωτό θόλο. Τα τοιχώματα γύρω ήταν διακοσμημένα με παραστάσεις: σύμβολα, μορφές και ιδεογράμματα - άγνωστα.... και κάτι που έμοιαζε με άγαλμα; για την ακρίβεια τα πόδια ενός πελώριου αγάλματος, το φως δεν έφτανε να το δει ολόκληρο. Κάθησε εκεί στα πόδια του, εξαντλημένη.
- Δεν ξέρω ποιός θεός είσαι κι αν ασχολείσαι καθόλου με τους θνητούς, αλλά αν ακούς, βόηθα!
Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο αναπτήρας της έσβησε οριστικά. Κρατώντας με τα δόντια την ψυχραιμία της μια και ήταν το μόνο που της είχε απομείνει, περίμενε μέχρι τα μάτια της να συνηθίσουν στο σκοτάδι. Σε λίγο μπορούσε να διακρίνει δύο εσοχές που έμοιαζαν με πόρτες, σύρθηκε προσεκτικά και τις δοκίμασε, η μία άνοιξε.
Μπήκε διστακτικά, ψηλαφώντας ακούμπησε κάτι σαν τραπέζι, ήταν ξύλινο και είχε πάνω του δύο κηροπήγια με κεριά! Με τι να τ' ανάψει όμως; Η αφή της μέχρι τώρα την είχε οδηγήσει καλά, έτσι συνέχισε στα τυφλά να ψάχνει - ένα συρτάρι, το τράβηξε: διάφορα μεταλλικά αντικείμενα κι ένα μεγάλο κουτί... σπίρτα! Άναψε το ένα κερί - μικρή παρηγοριά αλλά της ανέβασε κάπως το ηθικό, κι επέστρεψε στην κυρίως αίθουσα.
Η τιτάνεια λαξευμένη στο βράχο θεότητα, την κοιτούσε τώρα από ψηλά: το αινιγματικό χαμόγελο της μορφής, αυτά τα τεράστια φτερά, της φάνηκαν οικεία κατά έναν παράξενο τρόπο...
Αλλά το επείγον ήταν να βρει μια έξοδο ή έστω μια άνοδο, οτιδήποτε θα την έφερνε ξανά στην επιφάνεια της γης. Στο πίσω μέρος της αίθουσας υψωνόταν ένα είδος εξώστη, μια στριφογυριστή σκάλα οδηγούσε εκεί. Την ανέβηκε σχεδόν μπουσουλώντας, είχε φτάσει στο μέσον της όταν άκουσε βήματα να αντηχούν στο δάπεδο της στοάς, ίσα που πρόβαλε να σβήσει το κερί και να κρυφτεί όσο καλύτερα γινόταν στο γύρισμα της σκάλας.
Επάνω και γρήγορα, ήταν η απόφασή της - όσο μεγαλύτερη η απόσταση από αυτούς τόσο το καλύτερο.
...
Το δωμάτιο που έκρυβε πίσω της η πόρτα στο βάθος του εξώστη ήταν μια βιβλιοθήκη: μύριζε μούχλα και παλιό χαρτί. Στο κέντρο του ένα ασήκωτο τραπέζι από έβενο, τα τέσσερα πόδια του σκαλισμένα ολόκληρα, είχαν τη μορφή φτερωτών ζώων: ένα λιοντάρι, ένα άλογο, ένας ταύρος και ένας δράκος, το στήριζαν. Αν και δεν ήταν η ώρα για αισθητικές απολαύσεις, δεν μπορούσε να μην θαυμάσει τη δουλειά του δημιουργού τους. Xάιδεψε τις σμιλεμένες μορφές, κάτω από τη σκόνη η ξύλινη επιδερμίδα τους ήταν λεία και γυαλιστερή, χωρίς το παραμικρό ψεγάδι - ''θα έκανα τα πάντα για να αποκτήσω ένα τέτοιο τραπέζι'' σκέφτηκε με τον περίεργο τρόπο που σε δύσκολες στιγμές το μυαλό, από άμυνα, ξεφεύγει σε μια άσχετη εικόνα, για να αποφορτιστεί.
Αν και τα ξύλινα ζώα στα πόδια του τραπεζιού την μαγνήτιζαν, ξεκόλλησε τελικά και κοίταξε γύρω της - εκτός από την πόρτα που μπήκε, κανένα άλλο άνοιγμα δεν υπήρχε στο δωμάτιο αλλά υπήρχε φως και μάλιστα άφθονο, ώστε να βλέπει καθαρά και να κινείται άνετα. Στράφηκε στην οροφή, ένας φεγγίτης από βιτρό... ήταν απίστευτα ψηλά. Περιπλανήθηκε στο χώρο, άρχισε να ψάχνει τα βιβλία - στην απελπισία της ήλπιζε ότι θα τραβήξει κάποιο και θ' ανοίξει καμιά κρυφή πόρτα στον τοίχο, όπως στις ταινίες. Δεν έγινε τίποτα τέτοιο.
Πλησίασε ξανά στο τραπέζι, ξεφύλλισε το δερματόδετο βιβλίο πάνω στ' αναγνωστήριο: έμοιαζε με Βίβλο, αλλά όχι ακριβώς... Μια γκραβούρα της τράβηξε την προσοχή, ένας άγγελος πανέμορφος αλλά με βλέμμα δυσοίωνο, σκεπασμένο το κορμί του με φολίδες και έξι μαύρες φτερούγες να υψώνονται ορθάνοιχτες. Συλλάβισε ασυναίσθητα το όνομά του, γραμμένο κάτω από την εικόνα του. Έπειτα ξανά και ξανά...
Το φως στο δωμάτιο λιγόστεψε πολύ, η θερμοκρασία έπεσε τόσο που η ανάσα της έφτιαχνε μικρά σύννεφα αλλά δεν μπορούσε να τραβήξει τα μάτια της από τη γκραβούρα...

Δεν βρισκόταν πια στη βιβλιοθήκη αλλά σε έναν ομιχλώδη τόπο, κάποιος που δεν έβλεπε την κρατούσε από το χέρι - προχωρούσαν, ανέβαιναν...
Μικρά, αόρατα ζώα μπερδεύονταν στα πόδια της, έκλαιγαν και γελούσαν με ήχους παράξενους: άλλα την γραντζουνούσαν με τα νύχια τους, άλλα έτριβαν πάνω της χαδιάρικα τις ουρές τους ... το χέρι χωρίς πρόσωπο συνέχιζε μέσα από την ομίχλη, να την οδηγεί. Έφτασαν σε ένα ύψωμα, το χέρι δεν την κρατούσε πια, ήταν μόνη της. Κι εκείνος την περίμενε με τις φτερούγες του απλωμένες σε όλη τους τη δόξα, ένα μαύρο αστέρι από τον  αρχαίο ουρανό της Δημιουργίας.
Άκουσε τη φωνή του, τη θλιμμένη, μακρινή φωνή που έκλεινε μέσα της όλη τη δύναμη και όλη τη μοναξιά της δύναμης. Δάκρυα ευχαρίστησης κυλούσαν στα μάγουλα της, έκλαιγε από την ομορφιά εκείνης της φωνής: ήθελε μόνο να τον ακούει, ήθελε να τον αγαπήσει και να λιώσει ολόκληρη μέσα του, να βλέπει ότι βλέπει, να ακούει ότι ακούει και να γνωρίσει ότι γνωρίζει. Γονάτισε και χωρίς να μιλήσει, του είπε ''πάρε με, δεν υπάρχει τίποτα για μένα στον κόσμο μου...''
Ένα κάψιμο κάτω από το αριστερό της στήθος, ένας οξύς πόνος την διαπέρασε - αυτό που ήταν μέχρι εκείνη τη στιγμή διαλύθηκε σε κομματάκια και με ανακούφιση άφησε το Χάος να την κάνει δική του.

Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΙΩΤΣΑ "ΤΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ"


Τρώγαμε τις κλασσικές λιχουδιές στο πρωινό τραπέζι, εγώ και τα δύο αγόρια, με την θεία να πλένει κάτι κατσαρόλια στον παλιό νεροχύτη της κουζίνας. Η ημέρα ήταν ηλιόλουστη πράγμα που προδιέθετε μόνο θετικά και το φως αντανακλούσε στις ξύλινες επιφάνειες του δωματίου γεμίζοντας ζεστασιά το χώρο. Δεν μιλούσαμε παρά μόνο μασάγαμε αχόρταγα τις παχιές φέτες ψωμί γεμίζοντας μαρμελάδα τα πηγούνια και τα μάγουλα μας. Κοίταξα τον Νάσο και το Μάνο και πρόσεξα τα κόκκινα σιρόπια που λαμπύριζαν γύρω από τα στόματα τους.
Τα σανίδια του πατώματος έτριξαν και μπήκε ο παππούς. Γυρίσαμε ταυτόχρονα όλοι -εκτός της θείας-, και τον καλημερίσαμε εν χορώ.
“Καλημέρα...Καλημέρα...” απάντησε αυτός άχρωμα. Τράβηξε μια πανάρχαια καρέκλα και κάθισε κοντά μας. “Κάνε μου ένα καφεδάκι” είπε στην θεία Κατερίνα με τον τόνο της φωνής του να μην είναι ούτε ευγενικός ούτε και ψυχρός. Ήταν σαν τον τόνο στην φωνή ενός ανθρώπου που ζητάει να του εξαργυρώσουν την μηνιαία επιταγή του στην τράπεζα. Έβγαλε ένα τσιγάρο και το έπαιξε αργά στα δάχτυλα.
“Μην καπνίσεις και εδώ μέσα με τα παιδιά δίπλα” του είπε με στόμφο η θεία.
“Θα καπνίσω όποτε και όπου γουστάρω!” είπε αυτός χωρίς να κοιτάει κάπου συγκεκριμένα. Περιεργάστηκε για λίγο το τσιγάρο και το έβαλε πάλι στην τσέπη του. Σκέφτηκα πως αυτό μπορεί να ήταν ένα έργο που παιζόταν συχνά εδώ μέσα και απλά να άλλαζε λίγο το σενάριο.
Ο παππούς μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του και έσμιξε τα δασιά του φρύδια. Στο κοντοκουρεμένο κεφάλι του, υπήρχε ένας άτακτος κύκλος πάνω από το δεξί αυτί όπου έλειπαν τα μαλλιά. Λες και κάποιος του είχε ξεριζώσει μια τούφα πριν κουρευτεί, σκέφτηκα στοχαστικά και αμέσως μάλωσα τον εαυτό μου που έκανε και τέτοιες συγγραφικές/ποιητικές και δε ξέρω και εγώ τι άλλο παρομοιώσεις. Συνέχιζε να γρυλίζει αλλά μόλις άκουσε το χαρακτηριστικό γουργουρητό που έκανε ο καφές καθώς ψηνόταν στο μπρίκι, ηρέμησε κάπως.
Η θεία σέρβιρε τον καφέ σε ένα φλιτζάνι με ζωγραφισμένα λουλούδια και τον άφησε στην γωνιά.
Ο παππούς ρούφηξε -αυτό το ενοχλητικό φρρρρρ των γέρων-, μια γουλιά και το βλέμμα του έπεσε στο τραπέζι που είχε γεμίσει με τρίμματα και μαρμελάδες. Κατσούφιασε.
“Εσείς πια όλο χαζαμάρες τρώτε!” είπε υψώνοντας την φωνή του. Η Μαριλού άφησε φοβισμένη το ψωμί της στο πιάτο και τον κοίταξε.
“Αν θέλετε να γίνεται γεροί και να ζήσετε πολλά χρόνια όπως εγώ, τότε να τρώτε χαρούπια και γαϊδουράγκαθα όπως έτρωγα και εγώ μικρός” αποτέλειωσε τη σκέψη του και ο Νάσος που προσπάθησε να πνίξει ένα γελάκι αλλά δεν τα κατάφερε, χλιμίντρισε με κέφι.
“Τι έπαθες εσύ;” τον ρώτησε ο παππούς βλοσυρά.
“Τίποτα, τίποτα!” αποκρίθηκε το χαμογελαστό πρόσωπο του ξαδέρφου μου. “Άσε το φαγητό παππού να μας πεις τίποτε άλλο καλύτερα, γιατί είναι πολύ νόστιμο” συμπλήρωσε δίνοντας έμφαση στο “πολύ”.
Ο παππούς ξερόβηξε και αφού το σκέφτηκε για λίγο, αποφάσισε πως αυτή η μάχη ήταν χαμένη. Τελικά σήκωσε την κυρτωμένη του πλάτη και μας κοίταξε.
“Θα σας πω μια ιστορία τότε. Μια ιστορία τρομακτική, που την ξέρω μόνον εγώ”
Όλοι σταμάτησαν το φαγητό και τον κοίταξαν με γουρλωμένα μάτια ενώ ακόμα και η θεία Κατερίνα γύρισε το έκπληκτο πρόσωπο της με τα αυτιά τεντωμένα.
Ήπιε μια μεγάλη γουλιά καφέ -που είχε κρυώσει πια- και ξεκίνησε να διηγείται με τον χαρακτηριστικό ξερό και γεμάτο αυτοπεποίθηση τόνο του γέρου ανθρώπου που έχει ζήσει και έχει δει πολλά.
“Το 1954 έφυγα από το χωριό μου για την Αμερική. Πέρασα πολλά και ποτέ δεν είχα λυγίσει, ούτε με τους Γερμανούς, τα σκυλιά... ούτε με τον εμφύλιο που μας βρήκε μετά, ούτε φυσικά με τη ζωή εδώ πέρα, που έπρεπε να είμαι από το πρωί μέχρι το βράδυ στο βουνό με ένα κομμάτι τυρί και ψωμί μονάχα. Εσείς σπόροι και οι γονείς σας δε θα αντέχατε ούτε δύο μέρες εδώ πάνω τότε... Ούτε δύο!.. Εγώ όμως άντεξα, άντεξα μέχρι που...”
Τα μάτια του παππού γυάλισαν.
“Μέχρι που αναγκάστηκα να φύγω” είπε αποφασιστικά και έπνιξε τα δάκρυα που παραλίγο να τρέξουν. Ήταν δυνατός άνθρωπος και πολύ περήφανος, ακόμα και στα γεράματα.
“Εγώ που είχα αντέξει τόσα και με ανάγκασαν να φύγω! Αυτή η καταραμένη, η μάγισσα!”
 Τον παρακολουθούσαμε με γουρλωμένα μάτια ενώ και η θεία φαινόταν κάπως ανήσυχη τώρα.
“Πέρα από το ποτάμι, στο σπιτάκι εκεί πάνου... Εκεί έμενε από τότε...”
“Η γριά-Νιόβη;” ρώτησε φοβισμένα η θεία. “Μα αυτή πρέπει να είναι τώρα...”
“Ενενήντα-δύο, ναι... Τότε βέβαια ήταν νέα και... όμορφη. Στρουμπουλή, με τα μαλλιά κότσο ψηλό και αγέρωχο και με το φόρεμα να ανεμίζει όποτε έβγαινε και φύτευε τον κήπο τους… Εκείνη έσπερνε, εκείνη έστρωνε, εκείνη έπλενε, εκείνη μαγείρευε, εκείνη καθάριζε, εκείνη έφερνε λεφτά και φρόντιζε για τα πάντα. Για τα πάντα! Τα έκανε μονάχη της γιατί ο άντρας της, ένα ελεεινό κάθαρμα, χαφιές του κερατά, ο Νίκος ο Τάμπουρας, που να τον πάρει και να τον σηκώσει ο διάολος, αυτός λοιπόν, έπινε όλη μέρα και γυρνούσε εδώ και εκεί... Γυρνούσε για να βρει αθώους πατριώτες μας για να καταδώσει στους ξένους κυβερνήτες, γυρνούσε και έψαχνε αριστερούς για να τους καταστρέψει τη ζωή και τις οικογένειες....
Και όταν επέστρεφε τα βράδια σπίτι, έτρωγε το φαγητό που του ετοίμαζε η Νιόβη, ξάπλωνε στη φλοκάτη που έστρωνε και καθάριζε ή Νιόβη, όταν ξύπναγε, έπαιρνε τα λεφτά που έβγαζε η Νιόβη από τα σπαρτά και μετά βίαζε την Νιόβη''.
“Πατέρα...” ψέλλισε απλά η θεία που τώρα είχε το ένα χέρι της κρεμασμένο και το άλλο ψηλά να κρατάει το λαιμό της.
Εμείς πρέπει να είχαμε γίνει κάτωχροι σα φαντάσματα. Θυμάμαι που έτρεμαν τα δάχτυλά μου και είχα ιδρώσει. Ο παππούς συνέχισε με το πρόσωπο του να έχει σκοτεινιάσει και να μοιάζει ακόμα πιο γερασμένο.
“Το χειρότερο ήταν ότι όλο το χωριό ήξερε τι γινόταν στο σπιτικό της. Την έδειχναν πίσω από την πλάτη της και γελούσαν κρυφά και κορόιδευαν.”
“Και δεν έκανε κανείς κάτι;..” είπα και μόλις που άκουσα τη φωνή μου που βγήκε ψιλή και αδύναμη.
“Όχι διάολε δεν έκανε! Αυτό που έκαναν ήταν λίγο καιρό μετά να γελάνε μπροστά της και να την κοροϊδεύουν κατάμουτρα! Τι σόι φάρα είμαστε εμείς γαμώτο μου, που κάνουμε τέτοια πράγματα; Εκείνη έκλαιγε στην αρχή, μετά ερχόταν σπάνια στο χωριό πριν το σούρουπο που δεν είχε πολύ κόσμο το χάνι ακόμα. Kαι σιγά σιγά, αραίωνε τις επισκέψεις της στο μπακάλικο και στο χωριό. Και από κάποια μέρα και μετά δεν την ξανάδαμε ποτέ”
Σιωπή απλώθηκε στην κουζίνα. Ο ήλιος λες και ήθελε να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα, έπεφτε ζεστός και γέμιζε χρυσαφί πινελιές τα πάντα. Ο παππούς ήπιε την τελευταία γουλιά καφέ και σκούπισε με μια παχιά φέτα ψωμί τα χείλια του.
 “Η Νιόβη λοιπόν, δεν ξανάφυγε ποτέ από κείνο το σπίτι. Είναι καταραμένο μέρος, καταραμένο! Δεν έκλαψε και κανείς βέβαια που δεν την ξανάδαμε, όπως δεν έκλαψε κανείς και όταν εξαφανίστηκε και ο άντρας της''.
Κουνήσαμε τα κεφάλια μας χωρίς να καταλαβαίνουμε απόλυτα. Τα τρία ξαδέρφια είχαν χαθεί στην ιστορία και κοιτούσαν με προσοχή. Εγώ ήλπιζα απλώς να τελειώσει γρήγορα και κοίταζα τον παππού με αγωνία.
“Μια μέρα λοιπόν, πήγαινα τα πρόβατα μου στο πρώτο ξέφωτο του βουνού, ξέρετε ποιο, κείνο μετά το ποτάμι, και βιαζόμουν γιατί θα' πιανε βροχή. Συνήθως έκανα το γύρο και πήγαινα στο ξέφωτο από την άλλη μεριά του βουνού, εκεί είναι δύο φορές πιο μεγάλο αλλά στην αλήθεια δεν μ' άρεσε να περνάω από το καταραμένο σπίτι. Αλλά αυτή τη φορά έκανα το λάθος και πήγα από το γεφυράκι του ποταμιού, δίπλα στο σπίτι της Νιόβης.
Κοιτούσα τον ουρανό που μαύριζε και ο αέρας με χτύπαγε και κρύωνα. Λίγο ακόμα και θα είχα φύγει. Λίγο ακόμα.
Ξαφνικά άκουσα κραυγές.
Ήταν ο Νίκος, ξελαρυγγιαζόταν σαν να τον έτρωγαν ζωντανό με μαχαίρι και πιρούνι. Δε σκέφτηκα... όρμησα αμέσως μέσα. Για κακή μου τύχη ήταν ξεκλείδωτη... Έχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια και ακόμα αναρωτιέμαι γιατί να επιτρέψει ο καλός Θεός να ήταν τότε η πόρτα ξεκλείδωτη. Γιατί, γιατί;..
Aν την έβρισκα κλειδωμένη μπορεί να μην είχα μπει, μπορεί να είχα γλιτώσει από όλα αυτά...”
Έμοιαζε σαν να το ξαναζούσε στιγμή προς στιγμή.
“Μπήκα μέσα και είδα το μοναδικό δωμάτιο της καλύβας. Τα μάτια μου έπεσαν στο κρεβάτι, ήταν ξαπλωμένος ο Νίκος...” έσμιξε τα ασημί του φρύδια και μόρφασε τραβώντας τα χείλια του σαν άνθρωπος που μόλις κόπηκε κατά λάθος με μαχαίρι.
“Στους καρπούς και τους αστραγάλους του ήταν τυλιγμένα σχοινιά, σαν από γδαρμένο φιδίσιο δέρμα... Μπορεί να ήταν και φίδια πραγματικά, τυλιγμένα, δε ξέρω αλήθεια έμοιαζαν με φίδια!.. Τα χέρια και τα πόδια του όμως είχαν σπάσει... Τα είχε σπάσει αυτή! Δε ξέρω αν ήταν με σφυρί ή σανίδια ή πέτρες, αλλά αυτό που ξέρω είναι ότι τα χέρια και τα πόδια του έφταναν κανονικά μέχρι τους αγκώνες και τα γόνατα και από κει τα υπόλοιπα κομμάτια ήταν στραβά προς τα πάνω, προς τα δεξιά και τα αριστερά... Σαν σπασμένη κούκλα με τα άκρα της να κοιτούν παντού... Ο άντρας έκλαιγε και βογκούσε και κάθε φορά που το έκανε ακουγόταν ένα σφύριγμα. Κοίταξα στο λαιμό του τότε και είδα μια τρύπα μικρή σαν κεφάλι πινέζας. Με κάθε ανάσα του έβαιναν πιτσίλες αίματος και αέρας σφυριχτός από μέσα. Τα  μάτια του φαίνονταν σαν γυάλινα, λες και ήταν πια τυφλός και έμοιαζαν να είχαν μεγαλώσει τόσο πολύ σαν να υπήρχε μόνο ένα πρόσωπο που αποτελούταν από δύο τεράστια φοβισμένα μάτια... Και με κοιτούσαν με ικεσία... Κείτονταν αβοήθητος,  βουτηγμένος μέσα στα ίδια του τα κάτουρα”
 “Για το όνομα του Θεού σταμάτα πια... Τα παιδιά…” ψιθύρισε χωρίς καμία δύναμη η θεία Κατερίνα.
Ο παππούς όμως δεν είχε τελειώσει ακόμα την ιστορία του.
“Στην άλλη γωνιά του δωματίου είδα τη Νιόβη. Σιγοτραγουδούσε κάτι που δεν θυμάμαι και ανακάτευε ένα τσουκάλι που άχνιζε. Τα μαλλιά της, ανάκατα και λιγδερά, έπεφταν σαν στραπατσαρισμένη κουρτίνα πάνω στο σκελετωμένο της πρόσωπο.
Σήκωσε τα μάτια της αργά και με κοίταξε. Και τότε -σας ορκίζομαι στην ψυχή του πατερούλη και της μανούλας μου-, είδα την ίδια την κόλαση μέσα στα μάτια αυτά. Έμοιαζαν με μαύρες δίνες που κόχλαζαν και με κοιτούσαν με τόση κακία που νομίζω... μπορεί να κατουρήθηκα και πάνω μου... Ναι κατουρήθηκα πάνω μου! Εγώ ο Νικολής ο Ντόλφας που είχα σκοτώσει τόσους Γερμανούς στον πόλεμο!
Με κοίταξε χαμογελώντας... προκλητικά... Και συνέχισε ατάραχη να τραγουδάει και να ανακατεύει αυτό που έφτιαχνε. Δίπλα στο καζάνι υπήρχαν τρίχες από κεφάλια ζώων, καθώς και ψόφια βατράχια και μύγες και... ένα βαζάκι ανοικτό, με κόκκινο σκούρο υγρό μέσα...
Φύγε και μην πεις σε κανέναν τι είδες! με πρόσταξε. Φύγε όσο πιο μακριά μπορείς από το χωριό γιατί αν δεν φύγεις... Ο επόμενος, θα είσαι εσύ!
Άρχισε να απαριθμεί με στριγκή αλλά βροντερή φωνή όλο το γενεαλογικό μου δέντρο και μετά από κάθε όνομα έλεγε ΝΕΚΡΟΣ, ΝΕΚΡΟΣ, ΝΕΚΡΟΣ και έλεγε και πότε, την ημερομηνία, με τρομακτική ακρίβεια. Και συνέχισε να λέει ΝΕΚΡΟΣ, ΝΕΚΡΟΣ, ΝΕΚΡΟΣ ακόμα  και για όσους ήταν τότε εν ζωή και όταν έφτασε στο όνομα το δικό μου και στα ονόματα των παιδιών μου ούρλιαξα, ούρλιαξα κι έκανα μεταβολή.
 Έτρεξα σαν τρελός ως το σπίτι μου και ετοίμασα την ίδια μέρα όλα τα πράγματα.
Λίγο αργότερα έφυγα για την Αμερική...
 Επέστρεψα μόνο μετά από χρόνια όταν πίστεψα ότι όλοι είναι καλά και δεν μπορεί πια αυτή να μας βλάψει''.
Ο παππούς έβαλε τα κλάματα σαν μωρό. Πήγαμε γύρω του και τον αγκαλιάσαμε όλα τα παιδιά μαζί - εκτός από τη θεία μου που είχε μείνει χλωμή στη θέση της με μάτια ορθάνοιχτα και χέρια που έτρεμαν.

Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗ ΛΑΔΙΚΟΥ "ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΑ"


Κάτι πλησίασε αργά έξω από το σπίτι. Έφτασε νυκτοπατώντας και σύρθηκε ως το τζάμι όπου είδε τον άντρα να διαβάζει ένα βιβλίο καθισμένος σε μια αναπαυτική πολυθρόνα. Η καρδιά του σπάραξε. Κόλλησε το πρόσωπό του πάνω στο τζάμι και ούρλιαξε γεμάτο πόνο και επιθυμία μα ο άντρας δεν του έδωσε καμία σημασία.. Ακούμπησε τις παλάμες του στο παράθυρο, τις χτύπησε με δύναμη, μα κέρδισε μονάχα ένα πεταχτό βλέμμα στην κατεύθυνσή του, πριν ο άντρας βυθιστεί ξανά στο διάβασμα.
Με θλιμμένη, σπαραγμένη καρδιά, έμεινε να τον κοιτάζει. Ήθελε τόσο πολύ να τον αγγίξει, ήθελε τόσο πολύ το αγγίξει κάποιος. Ήταν τόσο μόνο του

Ανέβηκε σε ένα γέρικο δέντρο της αυλής, κούρνιασε σε ένα παχύ κλαδί κρυμμένο από τα φυλλώματα και κοίταξε το σπίτι. Είδε φώτα να ανάβουν καθώς η νύχτα ξάπλωνε πάνω στον κόσμο, το ένα φως μετά το άλλο, άκουσε αχνές φωνές, μια ανδρική, μια παιδική ∙ οι φωνές κυλάνε κάτω από τις χαραμάδες της εξώπορτας. Ένοιωσε πάλι μόνο του. Μόνο στον κόσμο, αυτό και τα αστέρια που τριζοβολούσαν το ασημένιο τους φως πάνω από το κεφάλι του. Το μόνο που ήθελε ήταν να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Είχε τόσα πολλά να δώσει...είχε τόσα πολλά να πάρει.

Το βράδυ είχε πέσει για τα καλά όταν κατέβηκε από το δέντρο δειλά και πλησίασε πάλι το σπίτι. Ξανακοίταξε από το τζάμι και είδε μονάχα τη φωτιά να αργοπεθαίνει στο τζάκι. Τέντωσε το κεφάλι του, το έστριψε και κοίταξε γεμάτο λαχτάρα σε κάθε γωνιά του δωματίου για να δει κάποια κίνηση∙ μα δεν είδε κανέναν.
Ένοιωσε απελπισία.

Ξάπλωσε μόνο του κάτω από το παράθυρο και περίμενε σιωπηλό. Ο ήλιος θα έβγαινε σε λίγες ώρες.

Τρίτη 21 Ιουνίου 2011

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΗΣ ΕΙΡΗΝΗΣ ΒΕΚΡΗ "Δήλος 88 π.Χ."



Κλάματα! Ακούω τα κλάματα από ψηλά. Κατεβαίνω γρήγορα το βράχο. Ο ήλιος είχε αρχίσει να χαμηλώνει. Σιγά σιγά έπεφτε η σκιά της τεράστιας πέτρας, στο άνοιγμα της σπηλιάς μας. Δεν προλαβαίνω να μπω. Βιάζομαι, μια κλεφτή ματιά μονάχα ρίχνω, το πρινάρι, που σφηνώνουμε στο άνοιγμα, για να την κρύβουμε κάπως, είναι ευτυχώς εκεί. Καμιά φορά το παίρνει ο αέρας και τότε ανησυχώ, σαν να μένει απροστάτευτη η «Συλλογή» μας. Περνώ προσεκτικά ξυστά απ’ τη Γούρνα κι ύστερα τρέχω, πηδώ. Φτάνω λαχανιασμένος στην ακρογιαλιά με τα βότσαλα. Μια φώκια χοντρή, αίματα πολλά, μια πληγή στο μέρος της κοιλιάς της, σαν από καμάκι μοιάζει. Δεν κουνιέται, δεν κάνει τίποτα. Ανοιχτά μάτια, αλλά σβηστά κι ακίνητα. Είναι νεκρή. Όμως, κάτι σαλεύει, εκεί δίπλα. Κοίτα να δεις.  Ένα μικρό. Σκαρφαλώνει, στη μεγάλη φώκια, ψάχνει, με το μουσούδι, με τα ποδαράκια του. Αυτό είναι που κλαίει. Σέρνεται πάνω της. Τρίβεται, τη μυρίζει, σαν να της δίνει φιλάκια μου φαίνεται.

Πεινούσε. Ήθελε τη μάνα του. Ήθελε να θηλάσει. Ήθελε αγκαλιά. Το πήρα στην αγκαλιά μου. Ήταν βρόμικο. Το σιχαινόμουν λιγάκι, αλλά το κρατούσα σφιχτά. Αυτό μ’ έγλειφε. Με γαργαλούσε. Δεν είχα ξαναδεί κάτι τέτοιο. Ένα νεογέννητο. Ήταν θηλυκό και ζωντανό, θάταν λίγο πιο κοντό από μένα. Βαρύ όμως.  Είχα σηκώσει το αδερφάκι του Αμάρ μια μέρα. Τρεις ίσως και τέσσερις φορές πιο βαρύ μου φάνηκε τούτο. Το δέρμα του, όλο καλυμμένο από μακρύ μαύρο τρίχωμα. Στην κοιλιά άσπριζε λιγάκι. Το έσυρα μέχρι τη θάλασσα. Το έπλυνα στ’ αλμυρό νερό. Το έτριψα απαλά με φύκια. Φύγαν τα αίματα κι οι βλέννες κι οι βρομιές. Απ’ τον αφαλό του κρεμόταν ένας μαυριδερός σωλήνας. Τον τράβηξα λίγο, δεν ξεκολλούσε.  Φοβήθηκα. Τον άφησα μην κάνω και καμιά ζημιά στο ζωντανό. Δεν έκλαιγε πια, το κρατούσα αγκαλιά. Τα μάτια του με κοιτούσαν...
Πήρε να σουρουπώνει και το φωκάκι, άρχιζε να στεγνώνει, έτρεμε, μάλλον κρύωνε. Έπεσα μπρούμυτα στα βότσαλα. Το τράβηξα σιγά σιγά στην πλάτη μου, το στερέωσα κάπως,  κοντά στο σβέρκο μου  και σηκώθηκα με δυσκολία. Φορούσα το γαλάζιο μου χιτώνα. Ανάγκη ήταν! Χάλια είχε γίνει. Έκανα να τον τινάξω. Καμιά αλλαγή δεν είδα. Χειρότερα μάλιστα. Ούτε πεταλίδες έβγαλα, ούτε στη σπηλιά μας πρόλαβα να μπω. Φορτωμένος με τη μικρή φώκια, ξεκίνησα.

Έκανα πολλές στάσεις για ξεκούραση μέχρι να φτάσω, παραπατώντας στα βράχια, μέχρι να βγω στο μονοπάτι. Ευτυχώς το σπίτι του παππού μου, του γέρο Απόλλωνα, δεν ήταν πολύ μακριά, έξω από την κυρίως πόλη είναι χτισμένο. Τίποτα όμως, δεν είναι πολύ μακριά στη Δήλο. Τον βρήκα να κάθεται στο πεζούλι της μέσα αυλής, μπρος στη μεγάλη παραθύρα. Τέτοιαν ώρα πάντα κοιτά προς τη θάλασσα, ξεσηκωμένη όπως είναι απ’ τα μελτέμια, τις πιο πολλές φορές, να βρέχει τον «ξερόβραχο». Έτσι τη λέει τη Δήλο κι ας την αγαπά τόσο πολύ.  Όλα τα σπίτια εδώ, έχουν μέσα τις αυλές. Ορθογώνιες είναι οι περισσότερες. Του παππού μου είναι και τετράγωνη, γιατί του αρέσει η απόλυτη συμμετρία. Παραθύρες δεν έχουν οι άλλες αυλές, είναι κλειστές. Ετούτη εδώ όμως έχει και είναι σε σχήμα διπλού πέλεκυ γιατί εκείνος προτίμησε την κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική κι έτσι σχεδίαζαν και σχεδιάζουν ακόμα, οι Κυκλαδίτες.

Εγώ είμαι κάτοικος Δήλου, Έλληνας, Αθηναίος στην καταγωγή, γεννήθηκα στη Ρήνεια, το διπλανό νησί, που ένας παλιός βασιλιάς της Σάμου είχε κάποτε συνδέσει με τη Δήλο με αλυσίδα, έτσι για να πει πως κάτι έκανε και να ακουστεί το όνομά του. Μα δένονται τα νησιά; Οι γονείς μου, με ονόμασαν Απόλλωνα. Πρώτα πρώτα  για να ευχαριστήσουν το θεό και τον παππού μου και μετά γιατί είναι ωραίο όνομα και σημαίνει πολλά ωραία πράγματα, μερικά θυμάμαι όμως, όπως αρμονία, τάξη, απλότητα, αλήθεια,  συμμετρία, φιλία. Είναι καλό λέει να σημαίνει ωραία πράγματα το όνομά σου. Αρέσει και σε μένα αυτό. Πιο πολύ μ’ αρέσουν τα δύο τελευταία πράγματα που συμβολίζονται στ’ όνομά μου. Η συμμετρία, γιατί είναι μια πολύ σπουδαία ιδιότητα πολλών γεωμετρικών σχημάτων και η φιλία, γιατί έχω ένα πολύ καλό φίλο, τον Αμάρ.

Από πολύ μικρός, πήγαινα μαζί με τον παππού στο Ναό. Γέμιζα μυριστικά τον τροβά μου και σπόρους και καρπούς και κανένα πουλάκι καμιά φορά. Εκείνος σήκωνε τα πιο μεγάλα ζωντανά. Καμιά αγελαδίτσα, κανένα κατσικάκι. Έτοιμα για τη θυσία. Στο δρόμο, όλο  και σταματούσαμε, στις μικρές κορφές, για να θαυμάσουμε τον τόπο. Μου έδειχνε τα πλοία που περιμέναν στο λιμάνι, κάποιο καΐκι που έφευγε, τη θάλασσα, που ξυπνούσε γυαλιστερή, μες το ασήμι της, πριν τη χρυσίσει ο ήλιος. Φτάναμε. Την ώρα που άρχιζε ο παππούς τους ύμνους, γλυστρούσαν πλαγιαστές, ανάμεσα απ’ τις πυκνές φυλλωσιές, γύρω απ΄το βωμό, οι πρώτες ηλιαχτίδες. Τούτες οι πολύχρωμες λωρίδες από φως, το φως του νησιού μου, έπαιζαν μπρος στα μάτια μου. Άπλωνα τα χέρια μου, ήθελα να παίξω μαζί τους, με τα γυαλιστερά σωματίδια της σκόνης και του καπνού που χόρευαν. Ο παππούς με αγριοκοίταζε καμιά φορά. Σταματούσα, ήταν ώρα προσευχής. Έβλεπα μονάχα τις αχτίδες που περνούσαν από μικρές σχισμές, μια σταλιά, ύστερα, απλώνονταν και θέριευαν σιγά σιγά στο θυσιαστήριο και ξεχύνονταν σ’ όλο το χώρο μπροστά στο Ναό, ανακατεύονταν με τον καπνό του θυμιατού. Μετά, με την κάπνα του βωμού. Σχημάτιζαν με χίλια χρώματα σύννεφα, φτερούγες, πουλιά, σαυρούλες, αστερίες, δελφίνια, κριάρια, κύκνους αληθινούς να κολυμπούν στην Ιερή τη Λίμνη, λιοντάρια, σαν εκείνα τα πέτρινα στο Άνδηρο των Λεόντων, στη Συνοικία της Λίμνης, που έψαλαν όλα μαζί μας, αυτήν την ώρα…

Τώρα πια, είχα μια δική μου φώκια. Έπρεπε να της βρω ένα ωραίο όνομα. Είναι καλό λέει, να σημαίνει ωραία πράγματα το όνομά σου. Είπα λοιπόν, να τη φωνάζω Γαλάτεια. Πρώτα πρώτα γιατί της άρεσε τελικά το γάλα κι ύστερα γιατί απ’ τη θάλασσα βγήκε, σαν τη Γαλάτεια την κόρη του Νηρέα, την εγγονή του Ωκεανού.
Και όταν σκέφτηκα το γάλα και τη Γαλάτεια, ένιωσα να γουργουρίζει το στομάχι μου, θυμήθηκα ότι είχα πολύ ώρα να βάλω κάτι στο στόμα μου...

Πέμπτη 16 Ιουνίου 2011

ΠΑΙΔΙΚΟ ΒΙΒΛΙΟ

Η BOOK AGENCY είναι στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσει τη συνεργασία της με την συγγραφέα Ελένη Σβορώνου, η οποία αναλαμβάνει το τμήμα παιδικού βιβλίου.

Η Ελένη Σβορώνου σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή Θεσσαλονίκης και ειδικεύτηκε στη Διαχείριση Πολιτιστικής Κληρονομιάς. Εργάζεται ως υπεύθυνη του Προγράμματος Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης στο Παγκόσμιο Ταμείο για τη Φύση (WWF Ελλάς). Έχει γράψει έξι βιβλία για παιδιά: Το Πάντα, Αρχαία Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Στα ίχνη του Ιάσονα (εκδόσεις Ερευνητές), Ο Τζιτζικο-Περικλής μεγάλος συνθέτης της Ελλάδας!, Ο Τζιτζικο-Περικλής Υπουργός Φύσης! (εκδόσεις Μεταίχμιο). Αρθρογραφεί στην παιδική εφημερίδα «Ερευνητές» της Καθημερινής, ενώ επίσης έχει γράψει άρθρα και βιβλία για τον οικοτουρισμό, το περιβάλλον και την πολιτιστική κληρονομιά. Έχει διδάξει δημιουργική γραφή για ενήλικες με θέμα το παιδικό βιβλίο στον κύκλο σεμιναρίων του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου και πλέον διδάσκει στις εκδόσεις Μεταίχμιο. Γράφει κριτικές παιδικών βιβλίων στο http://www.diavasame.gr
   Μια νέα προσπάθεια, εντελώς πρωτοποριακή για τα ελληνικά δεδόμενα, ξεκίνησε με την δημιουργία της Book Agency: απευθύνεται κυρίως σε συγγραφείς που αναζητούν το δρόμο τους στον λαβύρινθο των εκδόσεων, είτε αναλαμβάνοντας εκ μέρους τους την αναζήτηση εκδοτικού οίκου για όσα κείμενα μπορούν να εκδοθούν άμεσα είτε παρέχοντας συγκεκριμένες συμβουλές βελτίωσης των έργων τους - είτε συνδυάζοντας και τις δύο υπηρεσίες.

   Έχοντας παρακολουθήσει σεμινάρια Δημιουργικής Γραφής και Βιβλιοκριτικής στο Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (ΕΚΕΒΙ) και σε συνδυασμό με την τετραετή εμπειρία μας στις κριτικές βιβλίων στο diavasame.gr (συμπεριλαμβανομένης και της αξιολόγησης εκατοντάδων χειρογράφων στους τρεις πανελλήνιους διαγωνισμούς του site), και με γνώμονα πάντα την αγάπη μας για το βιβλίο, δημιουργήσαμε την Book Agency: πιστεύουμε ότι μπορούμε να συνδράμουμε ουσιαστικά όχι μόνο τους συγγραφείς αλλά και τους εκδοτικούς οίκους που μέσα στο πλήθος  των χειρογράφων που φτάνουν στα γραφεία τους, αναζητούν νέες, αξιόλογες συγγραφικές φωνές. Και στις δύο περιπτώσεις, η συνεργασία μας θα είναι σε προσωπική βάση, με κοινό στόχο το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.

Με εκτίμηση,

Book Agency  GR

Ε-mail: info@bookagency.gr