Πέμπτη 4 Αυγούστου 2011

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΓΙΩΤΣΑ "ΤΟ ΣΚΙΑΧΤΡΟ"


Τρώγαμε τις κλασσικές λιχουδιές στο πρωινό τραπέζι, εγώ και τα δύο αγόρια, με την θεία να πλένει κάτι κατσαρόλια στον παλιό νεροχύτη της κουζίνας. Η ημέρα ήταν ηλιόλουστη πράγμα που προδιέθετε μόνο θετικά και το φως αντανακλούσε στις ξύλινες επιφάνειες του δωματίου γεμίζοντας ζεστασιά το χώρο. Δεν μιλούσαμε παρά μόνο μασάγαμε αχόρταγα τις παχιές φέτες ψωμί γεμίζοντας μαρμελάδα τα πηγούνια και τα μάγουλα μας. Κοίταξα τον Νάσο και το Μάνο και πρόσεξα τα κόκκινα σιρόπια που λαμπύριζαν γύρω από τα στόματα τους.
Τα σανίδια του πατώματος έτριξαν και μπήκε ο παππούς. Γυρίσαμε ταυτόχρονα όλοι -εκτός της θείας-, και τον καλημερίσαμε εν χορώ.
“Καλημέρα...Καλημέρα...” απάντησε αυτός άχρωμα. Τράβηξε μια πανάρχαια καρέκλα και κάθισε κοντά μας. “Κάνε μου ένα καφεδάκι” είπε στην θεία Κατερίνα με τον τόνο της φωνής του να μην είναι ούτε ευγενικός ούτε και ψυχρός. Ήταν σαν τον τόνο στην φωνή ενός ανθρώπου που ζητάει να του εξαργυρώσουν την μηνιαία επιταγή του στην τράπεζα. Έβγαλε ένα τσιγάρο και το έπαιξε αργά στα δάχτυλα.
“Μην καπνίσεις και εδώ μέσα με τα παιδιά δίπλα” του είπε με στόμφο η θεία.
“Θα καπνίσω όποτε και όπου γουστάρω!” είπε αυτός χωρίς να κοιτάει κάπου συγκεκριμένα. Περιεργάστηκε για λίγο το τσιγάρο και το έβαλε πάλι στην τσέπη του. Σκέφτηκα πως αυτό μπορεί να ήταν ένα έργο που παιζόταν συχνά εδώ μέσα και απλά να άλλαζε λίγο το σενάριο.
Ο παππούς μουρμούρισε κάτι μέσα από τα δόντια του και έσμιξε τα δασιά του φρύδια. Στο κοντοκουρεμένο κεφάλι του, υπήρχε ένας άτακτος κύκλος πάνω από το δεξί αυτί όπου έλειπαν τα μαλλιά. Λες και κάποιος του είχε ξεριζώσει μια τούφα πριν κουρευτεί, σκέφτηκα στοχαστικά και αμέσως μάλωσα τον εαυτό μου που έκανε και τέτοιες συγγραφικές/ποιητικές και δε ξέρω και εγώ τι άλλο παρομοιώσεις. Συνέχιζε να γρυλίζει αλλά μόλις άκουσε το χαρακτηριστικό γουργουρητό που έκανε ο καφές καθώς ψηνόταν στο μπρίκι, ηρέμησε κάπως.
Η θεία σέρβιρε τον καφέ σε ένα φλιτζάνι με ζωγραφισμένα λουλούδια και τον άφησε στην γωνιά.
Ο παππούς ρούφηξε -αυτό το ενοχλητικό φρρρρρ των γέρων-, μια γουλιά και το βλέμμα του έπεσε στο τραπέζι που είχε γεμίσει με τρίμματα και μαρμελάδες. Κατσούφιασε.
“Εσείς πια όλο χαζαμάρες τρώτε!” είπε υψώνοντας την φωνή του. Η Μαριλού άφησε φοβισμένη το ψωμί της στο πιάτο και τον κοίταξε.
“Αν θέλετε να γίνεται γεροί και να ζήσετε πολλά χρόνια όπως εγώ, τότε να τρώτε χαρούπια και γαϊδουράγκαθα όπως έτρωγα και εγώ μικρός” αποτέλειωσε τη σκέψη του και ο Νάσος που προσπάθησε να πνίξει ένα γελάκι αλλά δεν τα κατάφερε, χλιμίντρισε με κέφι.
“Τι έπαθες εσύ;” τον ρώτησε ο παππούς βλοσυρά.
“Τίποτα, τίποτα!” αποκρίθηκε το χαμογελαστό πρόσωπο του ξαδέρφου μου. “Άσε το φαγητό παππού να μας πεις τίποτε άλλο καλύτερα, γιατί είναι πολύ νόστιμο” συμπλήρωσε δίνοντας έμφαση στο “πολύ”.
Ο παππούς ξερόβηξε και αφού το σκέφτηκε για λίγο, αποφάσισε πως αυτή η μάχη ήταν χαμένη. Τελικά σήκωσε την κυρτωμένη του πλάτη και μας κοίταξε.
“Θα σας πω μια ιστορία τότε. Μια ιστορία τρομακτική, που την ξέρω μόνον εγώ”
Όλοι σταμάτησαν το φαγητό και τον κοίταξαν με γουρλωμένα μάτια ενώ ακόμα και η θεία Κατερίνα γύρισε το έκπληκτο πρόσωπο της με τα αυτιά τεντωμένα.
Ήπιε μια μεγάλη γουλιά καφέ -που είχε κρυώσει πια- και ξεκίνησε να διηγείται με τον χαρακτηριστικό ξερό και γεμάτο αυτοπεποίθηση τόνο του γέρου ανθρώπου που έχει ζήσει και έχει δει πολλά.
“Το 1954 έφυγα από το χωριό μου για την Αμερική. Πέρασα πολλά και ποτέ δεν είχα λυγίσει, ούτε με τους Γερμανούς, τα σκυλιά... ούτε με τον εμφύλιο που μας βρήκε μετά, ούτε φυσικά με τη ζωή εδώ πέρα, που έπρεπε να είμαι από το πρωί μέχρι το βράδυ στο βουνό με ένα κομμάτι τυρί και ψωμί μονάχα. Εσείς σπόροι και οι γονείς σας δε θα αντέχατε ούτε δύο μέρες εδώ πάνω τότε... Ούτε δύο!.. Εγώ όμως άντεξα, άντεξα μέχρι που...”
Τα μάτια του παππού γυάλισαν.
“Μέχρι που αναγκάστηκα να φύγω” είπε αποφασιστικά και έπνιξε τα δάκρυα που παραλίγο να τρέξουν. Ήταν δυνατός άνθρωπος και πολύ περήφανος, ακόμα και στα γεράματα.
“Εγώ που είχα αντέξει τόσα και με ανάγκασαν να φύγω! Αυτή η καταραμένη, η μάγισσα!”
 Τον παρακολουθούσαμε με γουρλωμένα μάτια ενώ και η θεία φαινόταν κάπως ανήσυχη τώρα.
“Πέρα από το ποτάμι, στο σπιτάκι εκεί πάνου... Εκεί έμενε από τότε...”
“Η γριά-Νιόβη;” ρώτησε φοβισμένα η θεία. “Μα αυτή πρέπει να είναι τώρα...”
“Ενενήντα-δύο, ναι... Τότε βέβαια ήταν νέα και... όμορφη. Στρουμπουλή, με τα μαλλιά κότσο ψηλό και αγέρωχο και με το φόρεμα να ανεμίζει όποτε έβγαινε και φύτευε τον κήπο τους… Εκείνη έσπερνε, εκείνη έστρωνε, εκείνη έπλενε, εκείνη μαγείρευε, εκείνη καθάριζε, εκείνη έφερνε λεφτά και φρόντιζε για τα πάντα. Για τα πάντα! Τα έκανε μονάχη της γιατί ο άντρας της, ένα ελεεινό κάθαρμα, χαφιές του κερατά, ο Νίκος ο Τάμπουρας, που να τον πάρει και να τον σηκώσει ο διάολος, αυτός λοιπόν, έπινε όλη μέρα και γυρνούσε εδώ και εκεί... Γυρνούσε για να βρει αθώους πατριώτες μας για να καταδώσει στους ξένους κυβερνήτες, γυρνούσε και έψαχνε αριστερούς για να τους καταστρέψει τη ζωή και τις οικογένειες....
Και όταν επέστρεφε τα βράδια σπίτι, έτρωγε το φαγητό που του ετοίμαζε η Νιόβη, ξάπλωνε στη φλοκάτη που έστρωνε και καθάριζε ή Νιόβη, όταν ξύπναγε, έπαιρνε τα λεφτά που έβγαζε η Νιόβη από τα σπαρτά και μετά βίαζε την Νιόβη''.
“Πατέρα...” ψέλλισε απλά η θεία που τώρα είχε το ένα χέρι της κρεμασμένο και το άλλο ψηλά να κρατάει το λαιμό της.
Εμείς πρέπει να είχαμε γίνει κάτωχροι σα φαντάσματα. Θυμάμαι που έτρεμαν τα δάχτυλά μου και είχα ιδρώσει. Ο παππούς συνέχισε με το πρόσωπο του να έχει σκοτεινιάσει και να μοιάζει ακόμα πιο γερασμένο.
“Το χειρότερο ήταν ότι όλο το χωριό ήξερε τι γινόταν στο σπιτικό της. Την έδειχναν πίσω από την πλάτη της και γελούσαν κρυφά και κορόιδευαν.”
“Και δεν έκανε κανείς κάτι;..” είπα και μόλις που άκουσα τη φωνή μου που βγήκε ψιλή και αδύναμη.
“Όχι διάολε δεν έκανε! Αυτό που έκαναν ήταν λίγο καιρό μετά να γελάνε μπροστά της και να την κοροϊδεύουν κατάμουτρα! Τι σόι φάρα είμαστε εμείς γαμώτο μου, που κάνουμε τέτοια πράγματα; Εκείνη έκλαιγε στην αρχή, μετά ερχόταν σπάνια στο χωριό πριν το σούρουπο που δεν είχε πολύ κόσμο το χάνι ακόμα. Kαι σιγά σιγά, αραίωνε τις επισκέψεις της στο μπακάλικο και στο χωριό. Και από κάποια μέρα και μετά δεν την ξανάδαμε ποτέ”
Σιωπή απλώθηκε στην κουζίνα. Ο ήλιος λες και ήθελε να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα, έπεφτε ζεστός και γέμιζε χρυσαφί πινελιές τα πάντα. Ο παππούς ήπιε την τελευταία γουλιά καφέ και σκούπισε με μια παχιά φέτα ψωμί τα χείλια του.
 “Η Νιόβη λοιπόν, δεν ξανάφυγε ποτέ από κείνο το σπίτι. Είναι καταραμένο μέρος, καταραμένο! Δεν έκλαψε και κανείς βέβαια που δεν την ξανάδαμε, όπως δεν έκλαψε κανείς και όταν εξαφανίστηκε και ο άντρας της''.
Κουνήσαμε τα κεφάλια μας χωρίς να καταλαβαίνουμε απόλυτα. Τα τρία ξαδέρφια είχαν χαθεί στην ιστορία και κοιτούσαν με προσοχή. Εγώ ήλπιζα απλώς να τελειώσει γρήγορα και κοίταζα τον παππού με αγωνία.
“Μια μέρα λοιπόν, πήγαινα τα πρόβατα μου στο πρώτο ξέφωτο του βουνού, ξέρετε ποιο, κείνο μετά το ποτάμι, και βιαζόμουν γιατί θα' πιανε βροχή. Συνήθως έκανα το γύρο και πήγαινα στο ξέφωτο από την άλλη μεριά του βουνού, εκεί είναι δύο φορές πιο μεγάλο αλλά στην αλήθεια δεν μ' άρεσε να περνάω από το καταραμένο σπίτι. Αλλά αυτή τη φορά έκανα το λάθος και πήγα από το γεφυράκι του ποταμιού, δίπλα στο σπίτι της Νιόβης.
Κοιτούσα τον ουρανό που μαύριζε και ο αέρας με χτύπαγε και κρύωνα. Λίγο ακόμα και θα είχα φύγει. Λίγο ακόμα.
Ξαφνικά άκουσα κραυγές.
Ήταν ο Νίκος, ξελαρυγγιαζόταν σαν να τον έτρωγαν ζωντανό με μαχαίρι και πιρούνι. Δε σκέφτηκα... όρμησα αμέσως μέσα. Για κακή μου τύχη ήταν ξεκλείδωτη... Έχουν περάσει τόσα πολλά χρόνια και ακόμα αναρωτιέμαι γιατί να επιτρέψει ο καλός Θεός να ήταν τότε η πόρτα ξεκλείδωτη. Γιατί, γιατί;..
Aν την έβρισκα κλειδωμένη μπορεί να μην είχα μπει, μπορεί να είχα γλιτώσει από όλα αυτά...”
Έμοιαζε σαν να το ξαναζούσε στιγμή προς στιγμή.
“Μπήκα μέσα και είδα το μοναδικό δωμάτιο της καλύβας. Τα μάτια μου έπεσαν στο κρεβάτι, ήταν ξαπλωμένος ο Νίκος...” έσμιξε τα ασημί του φρύδια και μόρφασε τραβώντας τα χείλια του σαν άνθρωπος που μόλις κόπηκε κατά λάθος με μαχαίρι.
“Στους καρπούς και τους αστραγάλους του ήταν τυλιγμένα σχοινιά, σαν από γδαρμένο φιδίσιο δέρμα... Μπορεί να ήταν και φίδια πραγματικά, τυλιγμένα, δε ξέρω αλήθεια έμοιαζαν με φίδια!.. Τα χέρια και τα πόδια του όμως είχαν σπάσει... Τα είχε σπάσει αυτή! Δε ξέρω αν ήταν με σφυρί ή σανίδια ή πέτρες, αλλά αυτό που ξέρω είναι ότι τα χέρια και τα πόδια του έφταναν κανονικά μέχρι τους αγκώνες και τα γόνατα και από κει τα υπόλοιπα κομμάτια ήταν στραβά προς τα πάνω, προς τα δεξιά και τα αριστερά... Σαν σπασμένη κούκλα με τα άκρα της να κοιτούν παντού... Ο άντρας έκλαιγε και βογκούσε και κάθε φορά που το έκανε ακουγόταν ένα σφύριγμα. Κοίταξα στο λαιμό του τότε και είδα μια τρύπα μικρή σαν κεφάλι πινέζας. Με κάθε ανάσα του έβαιναν πιτσίλες αίματος και αέρας σφυριχτός από μέσα. Τα  μάτια του φαίνονταν σαν γυάλινα, λες και ήταν πια τυφλός και έμοιαζαν να είχαν μεγαλώσει τόσο πολύ σαν να υπήρχε μόνο ένα πρόσωπο που αποτελούταν από δύο τεράστια φοβισμένα μάτια... Και με κοιτούσαν με ικεσία... Κείτονταν αβοήθητος,  βουτηγμένος μέσα στα ίδια του τα κάτουρα”
 “Για το όνομα του Θεού σταμάτα πια... Τα παιδιά…” ψιθύρισε χωρίς καμία δύναμη η θεία Κατερίνα.
Ο παππούς όμως δεν είχε τελειώσει ακόμα την ιστορία του.
“Στην άλλη γωνιά του δωματίου είδα τη Νιόβη. Σιγοτραγουδούσε κάτι που δεν θυμάμαι και ανακάτευε ένα τσουκάλι που άχνιζε. Τα μαλλιά της, ανάκατα και λιγδερά, έπεφταν σαν στραπατσαρισμένη κουρτίνα πάνω στο σκελετωμένο της πρόσωπο.
Σήκωσε τα μάτια της αργά και με κοίταξε. Και τότε -σας ορκίζομαι στην ψυχή του πατερούλη και της μανούλας μου-, είδα την ίδια την κόλαση μέσα στα μάτια αυτά. Έμοιαζαν με μαύρες δίνες που κόχλαζαν και με κοιτούσαν με τόση κακία που νομίζω... μπορεί να κατουρήθηκα και πάνω μου... Ναι κατουρήθηκα πάνω μου! Εγώ ο Νικολής ο Ντόλφας που είχα σκοτώσει τόσους Γερμανούς στον πόλεμο!
Με κοίταξε χαμογελώντας... προκλητικά... Και συνέχισε ατάραχη να τραγουδάει και να ανακατεύει αυτό που έφτιαχνε. Δίπλα στο καζάνι υπήρχαν τρίχες από κεφάλια ζώων, καθώς και ψόφια βατράχια και μύγες και... ένα βαζάκι ανοικτό, με κόκκινο σκούρο υγρό μέσα...
Φύγε και μην πεις σε κανέναν τι είδες! με πρόσταξε. Φύγε όσο πιο μακριά μπορείς από το χωριό γιατί αν δεν φύγεις... Ο επόμενος, θα είσαι εσύ!
Άρχισε να απαριθμεί με στριγκή αλλά βροντερή φωνή όλο το γενεαλογικό μου δέντρο και μετά από κάθε όνομα έλεγε ΝΕΚΡΟΣ, ΝΕΚΡΟΣ, ΝΕΚΡΟΣ και έλεγε και πότε, την ημερομηνία, με τρομακτική ακρίβεια. Και συνέχισε να λέει ΝΕΚΡΟΣ, ΝΕΚΡΟΣ, ΝΕΚΡΟΣ ακόμα  και για όσους ήταν τότε εν ζωή και όταν έφτασε στο όνομα το δικό μου και στα ονόματα των παιδιών μου ούρλιαξα, ούρλιαξα κι έκανα μεταβολή.
 Έτρεξα σαν τρελός ως το σπίτι μου και ετοίμασα την ίδια μέρα όλα τα πράγματα.
Λίγο αργότερα έφυγα για την Αμερική...
 Επέστρεψα μόνο μετά από χρόνια όταν πίστεψα ότι όλοι είναι καλά και δεν μπορεί πια αυτή να μας βλάψει''.
Ο παππούς έβαλε τα κλάματα σαν μωρό. Πήγαμε γύρω του και τον αγκαλιάσαμε όλα τα παιδιά μαζί - εκτός από τη θεία μου που είχε μείνει χλωμή στη θέση της με μάτια ορθάνοιχτα και χέρια που έτρεμαν.