Τρίτη 5 Ιουλίου 2011

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΝΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΗΓΗΜΑ ΤΟΥ ΣΤΑΜΑΤΗ ΛΑΔΙΚΟΥ "ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΑ"


Κάτι πλησίασε αργά έξω από το σπίτι. Έφτασε νυκτοπατώντας και σύρθηκε ως το τζάμι όπου είδε τον άντρα να διαβάζει ένα βιβλίο καθισμένος σε μια αναπαυτική πολυθρόνα. Η καρδιά του σπάραξε. Κόλλησε το πρόσωπό του πάνω στο τζάμι και ούρλιαξε γεμάτο πόνο και επιθυμία μα ο άντρας δεν του έδωσε καμία σημασία.. Ακούμπησε τις παλάμες του στο παράθυρο, τις χτύπησε με δύναμη, μα κέρδισε μονάχα ένα πεταχτό βλέμμα στην κατεύθυνσή του, πριν ο άντρας βυθιστεί ξανά στο διάβασμα.
Με θλιμμένη, σπαραγμένη καρδιά, έμεινε να τον κοιτάζει. Ήθελε τόσο πολύ να τον αγγίξει, ήθελε τόσο πολύ το αγγίξει κάποιος. Ήταν τόσο μόνο του

Ανέβηκε σε ένα γέρικο δέντρο της αυλής, κούρνιασε σε ένα παχύ κλαδί κρυμμένο από τα φυλλώματα και κοίταξε το σπίτι. Είδε φώτα να ανάβουν καθώς η νύχτα ξάπλωνε πάνω στον κόσμο, το ένα φως μετά το άλλο, άκουσε αχνές φωνές, μια ανδρική, μια παιδική ∙ οι φωνές κυλάνε κάτω από τις χαραμάδες της εξώπορτας. Ένοιωσε πάλι μόνο του. Μόνο στον κόσμο, αυτό και τα αστέρια που τριζοβολούσαν το ασημένιο τους φως πάνω από το κεφάλι του. Το μόνο που ήθελε ήταν να αγαπήσει και να αγαπηθεί. Είχε τόσα πολλά να δώσει...είχε τόσα πολλά να πάρει.

Το βράδυ είχε πέσει για τα καλά όταν κατέβηκε από το δέντρο δειλά και πλησίασε πάλι το σπίτι. Ξανακοίταξε από το τζάμι και είδε μονάχα τη φωτιά να αργοπεθαίνει στο τζάκι. Τέντωσε το κεφάλι του, το έστριψε και κοίταξε γεμάτο λαχτάρα σε κάθε γωνιά του δωματίου για να δει κάποια κίνηση∙ μα δεν είδε κανέναν.
Ένοιωσε απελπισία.

Ξάπλωσε μόνο του κάτω από το παράθυρο και περίμενε σιωπηλό. Ο ήλιος θα έβγαινε σε λίγες ώρες.